ὀγκῶ

ὀγκῶ
ὀγκάομαι
bray
pres imperat mp 2nd sg
ὀγκάομαι
bray
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ὀγκόω
raise up
pres subj act 1st sg
ὀγκόω
raise up
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ογκώ — ὀγκῶ, όω (ΑΜ) βλ. ογκώνω …   Dictionary of Greek

  • Ὄγκω — Ὄγκος masc nom/voc/acc dual Ὄγκος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγκω — ὄγκος 1 barb masc nom/voc/acc dual ὄγκος 1 barb masc gen sg (doric aeolic) ὄγκος 2 bulk masc nom/voc/acc dual ὄγκος 2 bulk masc gen sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄγκῳ — Ὄγκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγκῳ — ὄγκος 1 barb masc dat sg ὄγκος 2 bulk masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγκωι — ὄγκῳ , ὄγκος 1 barb masc dat sg ὄγκῳ , ὄγκος 2 bulk masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄγκωι — Ὄγκῳ , Ὄγκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”